Στον παραπλανητικό όρο «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» εντάσσουν πολλά διαφορετικά είδη ενέργειας. Ένα από αυτά είναι τα βιοκαύσιμα, που μάλιστα ήταν η κύρια πηγή ενέργειας των ανθρώπων για χιλιάδες χρόνια, μέχρι να τα ξεπεράσουν ο γαιάνθρακας (όπως ο λιγνίτης), το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (με μια λέξη αυτά τα λέμε ορυκτά καύσιμα). Τα ξύλα που έκαιγαν τα τζάκια είναι βιοκαύσιμα, όπως και το σανό για τα άλογα. Είναι στην ουσία οποιοδήποτε φυτό (και γενικότερα ζωντανός οργανισμός) που χρησιμοποιούμε για να του πάρουμε την ενέργεια. Θεωρούνται ανανεώσιμα γιατί στη θέση του φυτού μπορεί να φυτρώσει άλλο φυτό.
Υποτίθεται ότι τα βιοκαύσιμα μπορούν να συνεισφέρουν στη μάχη ενάντια στην υποτιθέμενη κλιματική αλλαγή, παρόλο που είτε κάψεις ξύλα για να ζεστάνεις το σπίτι σου είτε πετρέλαιο, το ίδιο διοξείδιο του άνθρακα θα βγει. Η θεωρία λέει όμως ότι το δέντρο που έδωσε τα ξύλα (ή αυτό που θα μεγαλώσει στη θέση του), «έφαγε» μεγαλώνοντας περίπου το ίδιο διοξείδιο του άνθρακα με αυτό που τελικά εκπέμπει όταν καίγεται, γιατί τα φυτά, για να φωτοσυνθέσουν, καταναλώνουν διοξείδιο του άνθρακα. Υποτίθεται λοιπόν ότι έτσι εξισορροπείται το διοξείδιο του άνθρακα και δεν επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Δεν είμαι ειδικός στα βιοκαύσιμα, αλλά μ’ αρέσει να κάνω απλές πράξεις στο πίσω μέρος ενός φακέλου, όπως λένε οι Αμερικάνοι. Πριν από 15 και πλέον χρόνια, με αφορμή την τότε πετρελαϊκή κρίση, είχα υπολογίσει αν θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε το πετρέλαιο με ελαιόλαδο, και είχα βρει ότι θα χρειαζόταν ελαιώνας με έκταση ίση με της Ευρώπης. Σαν αυτό να μην ήταν αρκετά μεγάλο, διαβάζω τώρα σ’ ένα πίνακα στη Wikipedia ότι για να πάρουμε την ενέργεια από καλαμπόκι αντί από ελιές θα χρειαζόμασταν 7 φορές μεγαλύτερη έκταση. Αναφέρω το καλαμπόκι γιατί αυτό είναι της μόδας για παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων, όπως φαίνεται από χθεσινό άρθρο του Reuters που αναδημοσίευσε η Καθημερινή.
Όπως καταλαβαίνετε, το καλαμπόκι που παράγει βιοκαύσιμα είναι καλαμπόκι που δεν τρώμε, κι έτσι η παραγωγή βιοκαυσίμων δημιουργεί έλλειψη τροφίμων, κυρίως στις φτωχότερες χώρες.