Αν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα λίγα άρθρα μου, τότε γνωρίζετε ότι η ηλεκτρική ενέργεια αποθηκεύεται δύσκολα, οπότε σε γενικές γραμμές πρέπει ανά πάσα στιγμή να παράγεται ακριβώς τόση ενέργεια όση καταναλώνεται. Τη νύχτα που η χώρα κοιμάται χρειάζεται λιγότερη, και όταν ξυπνάμε και αρχίζουμε το μαγείρεμα ή ανάβουμε τη θέρμανση ή τον κλιματισμό χρειάζεται περισσότερη.
Πριν αρχίσει η «πράσινη μετάβαση», η ΔΕΗ είχε συνέχεια αναμένα τα λιγνιτικά, που παρήγαν περίπου όση ενέργεια χρειαζόμασταν τη νύχτα. Όταν ξημέρωνε και η ζήτηση αυξανόταν, έβαζε μπρος όσα υδροηλεκτρικά χρειάζονταν κάθε φορά, έτσι ώστε να παράγεται ακριβώς τόσο ρεύμα όσο καταναλώνεται.
Ο λόγος είναι ότι τους λιγνιτικούς σταθμούς δεν μπορείς να τους κλείσεις, ή να τους δυναμώσεις, ή να τους χαμηλώσεις, τουλάχιστον όχι γρήγορα. Ανάλογα με το μέγεθος του σταθμού, χρειάζονται από έξι ώρες ως τρεις μέρες για να ζεσταθεί ή για να κρυώσει. Αντίθετα, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί μπορούν να αποκριθούν μέσα σε περίπου ένα λεπτό.
Ξέρετε τι γίνεται με τις ανεμογεννήτριες; Με το Ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Α129), αποφασίστηκε πως όταν μια ανεμογεννήτρια γυρίζει, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αγοράζουμε από τον ιδιοκτήτη της την ενέργεια που παράγει, είτε τη χρειαζόμαστε είτε όχι, σε τιμή περίπου πενταπλάσια απ’ ό,τι θα κόστιζε να παράγουμε την ίδια ενέργεια με λιγνίτη.
Αν αυτό σας φαίνεται παράλογο, είναι γιατί είναι παράλογο, και μακάρι να ήταν το μόνο παράλογο πράγμα στο θέμα της διαχείρισης της ενέργειας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην παρουσίαση του καθηγητή Κουτσογιάννη «Τι είναι και τι θέλει η “κλιματική κρίση”», και στην παρουσίαση του καθηγητή Μαμάση «Η επίδραση της “κλιματικής αλλαγής” στο ενεργειακό μίγμα», που είναι περίληψη ενός βίντεο του ίδιου: